- ωθητικός
- η , ό[ν]1) толкающий, подталкивающий; проталкивающий; 2) импульсивный; 3) перен. подталкивающий, побуждающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωθητικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώθηση, ο ικανός ή κατάλληλος για ώθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ. Α. Λυκόρτα] … Dictionary of Greek
ωθητικός — ή, ό ο κατάλληλος για ώθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωθιστικός — ή, ό, Ν ωθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠθίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] … Dictionary of Greek